- Ουμβέρτος
- I
(Umberto). Βενεδικτίνος μοναχός, έμπιστος του πάπα Λέοντα Θ’. Εξελέγη αρχιεπίσκοπος Σικελίας το 1050 και τον επόμενο χρόνο καρδινάλιος και επίσκοπος της Σίλβα Κάνπτα. Το 1053 ήταν κοντά στον επίσκοπο της Τράνης Ιωάννη, όταν έμαθε για την επιστολή του αρχιεπίσκοπου Αχρίδας Λέοντα, με την οποία αυτός καταφερόταν εναντίον ορισμένων λατινικών εθίμων. Επικεφαλής παπικής πρεσβείας μπήκε οργισμένος στον ναό της Σοφίας του θεού (1054) και κατέθεσε στην Αγία Τράπεζα αφορισμό κατά του πατριάρχη και της Ανατολικής εκκλησίας, γεγονός που στάθηκε αφορμή του σχίσματος που ακολούθησε. Όταν γύρισε στη Ρώμη τιμήθηκε από τους πάπες που διαδέχτηκαν το Λέοντα Θ’.IIΌνομα δύο βασιλιάδων της Ιταλίας.1. Ο. ο A’ (1844 –1900). Γιος και διάδοχος του Βίκτωρα Εμμανουήλ B’, πήρε μέρος στον πόλεμο κατά της Αυστρίας και διακρίθηκε στη μάχη του Σολφερίνο και στη μάχη της Κουστότσας, όπου, ως διοικητής μεραρχίας, κατόρθωσε να καλύψει αποτελεσματικά την υποχώρηση των ιταλικών στρατευμάτων. Το γεγονός αυτό καθώς και η συμπάθειά του προς τον Γαριβάλδη και τους Ιταλούς πατριώτες, τον έκαναν δημοφιλή. Βασιλιάς έγινε το 1878. Άσκησε τα καθήκοντά του με σεβασμό στο σύνταγμα και στους κοινοβουλευτικούς θεσμούς. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του έγινε στόχος δύο αποτυχημένων δολοφονικών επιθέσεων από φανατικούς αντιμοναρχικούς. Τελικά το 1900 δολοφονήθηκε από κάποιον Μαρέσι, ενώ έβγαινε από το στάδιο του Μιλάνου, όπου είχε πάει να παρακολουθήσει τους Πανιταλικούς αγώνες.2. Ο. ο Β’ (1904 –). Γιος του Βίκτωρα Εμμανουήλ Γ’. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του πατέρα του πολλές φορές αποδοκίμασε την πολιτική και τις μεθόδους του Μουσολίνι. Στον θρόνο της Ιταλίας ανέβηκε μετά την παραίτηση του πατέρα του (1946), αλλά ύστερα από ελάχιστο χρονικό διάστημα υποχρεώθηκε, έπειτα από δημοψήφισμα που κατάργησε τη μοναρχία, να εγκαταλείψει τη χώρα και να καταφύγει στην Πορτογαλία.
Dictionary of Greek. 2013.